- κοντέσσα
- και κοντεσσίνα, ηβλ. κόντες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόντες — ο, θηλ. κοντέσσα και κοντεσσίνα (Μ κόντες, θηλ. κοντέσσα) τίτλος ευγενείας στη φεουδαρχική Δύση, κόμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conte] … Dictionary of Greek
Κάλμαν, Ίμρε — (Imre ή Emmerich Kalman, 1882 – 1953). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε στην Ακαδημία Μουσικής της Βουδαπέστης με δάσκαλο τον Κέσλερ. Η πρώτη του οπερέτα Φθινοπωρινά γυμνάσια παίχτηκε σε πολλά θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής και σημείωσε… … Dictionary of Greek